- προσήγορος
- -ον, και δωρ. τ. ποτάγορος, Α1. αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος», Σοφ.)2. (για τις μαντικές βαλανιδιές τής Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά τους εκφωνούν χρησμούς («αἱ προσήγοροι δρύες», Αισχύλ.)3. ευπροσήγορος, ομιλητικός («φίλους τε καὶ προσηγόρους ἀλλήλοις γίγνεσθαι», Πλάτ.)4. κατάλληλος, ταιριαστός («πάντα προσήγυρα καὶ ῥητὰ πρὸς ἄλληλα», Πλάτ.)5. οικείος, γνωστός («φωνὴν προσήγορον τοῑς ἅγίοις», Μέγ. Βασ.)6. (με παθ. σημ.) α) αυτός τον οποίο προσφωνούν («τῷ προσήγορος» Σοφ.)β) αποκαλούμενος, ονομαζόμενος («πόλις δὲ Μυσῶν Μυσία προσήγορος», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* / ποτ- (βλ. λ. ποτί) + -ηγορος (< ἀγορεύω) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν-ήγορος)].
Dictionary of Greek. 2013.